- μπέμπελη
- ηη ιλαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπελη < σλαβ. pepeli «στάχτη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπέμπελη — η (λ. σλαβ.) 1. η αρρώστια ιλαρά. 2. φρ., «Βγάζω την μπέμπελη», σκάω από τη ζέστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)